εὐπηκτότερος

εὐπηκτότερος
εὔπηκτος
well put together
masc nom comp sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • εύπηκτος — η, ο (Α εὔπηκτος και δωρ. τ. εὔπακτος, ον) 1. καλά κατασκευασμένος, συμπαγής, στερεός 2. (για κερί) αυτός που είναι καλά πηγμένος 3. (για υγρά) αυτός που πήζει εύκολα 4. (με ενεργ. σημ.) (για αέρα) παγερός («ὁ δ ἀκίνητος [ενν. ἀήρ] εὐπηκτότερος» …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”